Η Αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 9(1) του 2006 έχει αρμοδιότητα να διερευνά ισχυρισμούς και παράπονα που εμπίπτουν σε τρεις γενικές κατηγορίες:
1. πράξεις διαφθοράς, δωροδοκίας, αθέμιτου πλουτισμού ή διαπλοκής
2. παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων
3. πράξεις οι οποίες συνιστούν ευνοιοκρατική μεταχείριση ή συμπεριφορά κατά την εκτέλεση του καθήκοντος και τείνουν να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του
κοινού στην Αστυνομία ή να δυσφημίσουν το κύρος της.
Τα Μέλη της Αρχής εξουσιοδοτούνται από το Νόμο να ενεργούν ως ποινικοί ανακριτές με όλες τις εξουσίες και υποχρεώσεις που παρέχει σε ποινικούς ανακριτές ο Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος.
Η διερεύνηση ισχυρισμού ή παραπόνου αρχίζει σύμφωνα με το Νόμο, είτε ύστερα από γραπτό παράπονο από μέρους του παραπονούμενου είτε ύστερα από γραπτή ανάθεση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ή του Γενικού Εισαγγελέα ή όταν περιέλθει σε γνώση της Αρχής με οποιοδήποτε τρόπο.
Μετά από υποβολή παραπόνου η Αρχή αναθέτει σε Μέλος ή Μέλη της τη διερεύνηση του. Αν μετά το πέρας της διερεύνησης προκύπτει κατά την γνώμη της Αρχής ποινικό ή πειθαρχικό αδίκημα από Μέλος της Αστυνομίας, η υπόθεση παραπέμπεται στην πρώτη περίπτωση στο Γενικό Εισαγγελέα για να αποφασίσει την άσκηση ή όχι ποινικής δίωξης και στη δεύτερη περίπτωση στον Αρχηγό Αστυνομίας για πειθαρχική δίωξη. Στην περίπτωση του Γενικού Εισαγγελέα αυτός έχει τον τελευταίο λόγο για να προσάψει ή όχι κατηγορία ανεξάρτητα από το πόρισμα της Αρχής (οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα δεν επηρεάζονται με κανένα απολύτως τρόπο από τη δημιουργία της Αρχής και η Αρχή έχει υποχρέωση να ενημερώσει το Γενικό Εισαγγελέα για τις ενέργειες της και να παίρνει οδηγίες από αυτόν). Στην περίπτωση όμως του Αρχηγού Αστυνομίας υπάρχει υποχρέωση από το νόμο όπως η Αστυνομία προχωρήσει σε πειθαρχική δίωξη με βάση μόνο το μαρτυρικό υλικό που συνέλεξε η Αρχή, χωρίς την διεξαγωγή άλλης πειθαρχικής φύσεως έρευνας που δυνατόν να προβλέπεται από τον Περί Αστυνομίας Νόμο ή τους πειθαρχικούς κανονισμούς για την Αστυνομία.